
Λένε ότι τα παιδιά μας μένουν για εμάς «παιδιά» για πάντα – ακόμα κι όταν μεγαλώσουν και φτάσουν 40 ή 50 χρονών. Πάντα τα βλέπουμε με τα μάτια του γονιού και συχνά δυσκολευόμαστε να μη φερόμαστε σαν να είναι μικρά. Εδώ όμως μιλάμε για τα πραγματικά παιδιά και τους εφήβους που δεν έχουν ενηλικιωθεί ακόμα – τους μαθητές, τους εφήβους και όσους πλησιάζουν στην ενηλικίωση.
Με την πανδημία η ζωή τους έγινε ιδιαίτερα δύσκολη. Το επιβεβαιώνουν οι γραμμές βοήθειας, οι ψυχολόγοι και οι ψυχίατροι, ενώ το δείχνουν και έρευνες. Επειδή βρίσκονται ακόμη σε ανάπτυξη, τα γεγονότα και οι αλλαγές τους επηρεάζουν πολύ περισσότερο από ό,τι εμάς τους ενήλικες. Η μετάβαση από την παιδική ηλικία στην εφηβεία και στην ενηλικίωση δεν είναι εύκολη – ούτε για τα ίδια τα παιδιά ούτε για εμάς τους γονείς.
Τι απασχολεί περισσότερο τώρα τους νέους;
Συχνά τους απασχολούν οι σχέσεις με συνομηλίκους και με φίλους, διαταράσσονται οι σχέσεις μέσα στις τάξεις και στις ομάδες που ανήκουν (μερικά παιδιά βρίσκονται πλήρως απομονωμένα), έχει αλλάξει ο τρόπος που δουλεύουν μαζί τους οι δάσκαλοι, με αποτέλεσμα να μη καταλαβαίνουν αρκετά πράγματα ή να χρειάζονται περισσότερο χρόνο, να ζητούν βοήθεια από τους γονείς που συχνά είναι κι εκείνοι υπερφορτωμένοι ή δεν ξέρουν πώς να τους βοηθήσουν. Έχουν δυσκολία στην οργάνωση του χρόνου και των εργασιών τους, οι υποχρεώσεις συσσωρεύονται και αυτό οδηγεί σε άγχος.
Επιπλέον, άλλαξε πλήρως και ο τρόπος που περνούν τον ελεύθερο χρόνο τους. Πολλά παιδιά κάθονται ώρες μπροστά στον υπολογιστή ή στο κινητό, και οι γονείς συχνά δεν έχουν έλεγχο ούτε στον χρόνο που περνούν εκεί ούτε στο περιεχόμενο που καταναλώνουν: σε ποιες σελίδες μπαίνουν, ποια παιχνίδια παίζουν ή τι ανεβάζουν στα κοινωνικά δίκτυα. Μέχρι και το ένα τρίτο των δεκατριάχρονων αγοριών έχει εμπειρία από παρακολούθηση πορνογραφικών ταινιών, από όπου σχηματίζουν άποψη για το πώς «λειτουργεί» η σεξουαλικότητα, ενώ πολλά κορίτσια της ίδιας ηλικίας μοιράζονται με φίλους και ξένους φωτογραφίες τους που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν τουλάχιστον τολμηρές ή προκλητικές.
Τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας έχουν αυξηθεί, ενώ παρατηρείται έξαρση άγχους, κατάθλιψης, απώλειας κινήτρου και διατροφικών διαταραχών ιδιαίτερα στα κορίτσια, τα οποία στο σπίτι επικεντρώνονται στον εαυτό τους και στο σώμα τους, περιορίζουν το φαγητό και αυξάνουν την καύση θερμίδων με γυμναστική. Η κλασική «αρρώστια του εγκλεισμού» εμφανίστηκε σε πολλές οικογένειες – όπου οι σχέσεις δεν ήταν καλές, όπου υπάρχουν έφηβοι, όπου υπάρχουν εξαρτήσεις, οικονομικά προβλήματα, ασθένειες μελών της οικογένειας ή ακόμα και θάνατοι, σε μια περίοδο που ακόμα και το αποχαιρετιστήριο με έναν αγαπημένο άνθρωπο είναι δυσχερές.
Η εφηβεία από μόνη της είναι μια δύσκολη φάση
Ακόμα κι αν δεν συμβαίνει τίποτα το ιδιαίτερο γύρω τους, αλλάζει το σώμα τους, κατακλύζονται από ορμόνες, νιώθουν κατωτερότητα, εξαρτώνται από την αποδοχή (ή τις πληγές που αφήνουν τα σχόλια) των συνομηλίκων τους, νιώθουν ανασφάλεια για την επιλογή σχολείου, φοβούνται ότι δεν είναι έτοιμοι για εξετάσεις ή απολυτήρια, δείχνουν σίγουροι αλλά στην πραγματικότητα είναι φοβισμένοι, θέλουν να πείσουν ότι είναι έμπειροι ενώ δεν είναι, έχουν ανάγκη από αναγνώριση, έστω κι αν παριστάνουν ότι δεν τους νοιάζει. Ζουν τις πρώτες απογοητεύσεις στον έρωτα, αλλά παράλληλα επηρεάζονται και από τις ανησυχίες των γονιών τους. Θέλουν να πειραματιστούν, να γνωρίσουν νέα πράγματα και πολλοί από τους μεγαλύτερους περνούν μέρες και νύχτες online – με αποτέλεσμα να δημιουργούνται εξαρτήσεις που συχνά περνούν απαρατήρητες. Επιπλέον, η εφηβεία είναι ακριβώς η περίοδος όπου μπορεί να εκδηλωθούν πιο έντονα ψυχικές διαταραχές, από ήπιες έως σοβαρές.
Δεν θέλω να τρομάξω κανέναν γονέα με αυτό το κείμενο, αλλά να ανοίξω λίγο μια πόρτα προς το τι συμβαίνει μέσα στους νέους, με τι έρχομαι αντιμέτωπη ως ψυχολόγος στη δουλειά μου, και τι μπορεί να μην προσέξουμε ως γονείς λόγω κούρασης ή των δικών μας προβλημάτων. Στην εφηβεία είναι φυσικό και σημαντικό τα παιδιά να απομακρύνονται λίγο από τους γονείς, να ανεξαρτητοποιούνται, να λύνουν μόνα τους τα ζητήματα, να αμφισβητούν τις αυθεντίες, να βρίσκουν δικές τους απόψεις. Αργότερα, μπορεί και να αποδεχτούν ξανά τις απόψεις των γονιών τους.
Θέλω να ενθαρρύνω τους γονείς να παρατηρούν όταν κάτι συμβαίνει, να ακούν όταν ο έφηβος λέει ή υπαινίσσεται ότι κάτι τον απασχολεί. Να αποφεύγουν σχόλια υποτίμησης ή ηθικολογίας τύπου «σιγά, τι πρόβλημα να έχεις κι εσύ» ή «μακάρι να είχα τα δικά σου προβλήματα». Να απαντούν στις ανησυχίες του παιδιού, να δείχνουν διάθεση να συζητήσουν. Γιατί υπάρχουν περιπτώσεις που το πρόβλημα είναι σοβαρό, χρειάζεται ίσως και ψυχίατρο ή μακροχρόνια θεραπεία, ενώ οι γονείς το απορρίπτουν ως «φαντασία» ή «θα περάσει». Έτσι, το πρόβλημα βαθαίνει. Κάποιοι έφηβοι περιμένουν να ενηλικιωθούν για να ζητήσουν βοήθεια μόνοι τους ή η κατάσταση φτάνει σε κρίσιμο σημείο που απαιτεί νοσηλεία.
Ως ψυχολόγος κατανοώ ότι ο γονέας είναι εκείνος που αποφασίζει για το παιδί (εκτός περιπτώσεων κακοποίησης, βίας κ.λπ.), αλλά κατανοώ και τους φόβους τους: κακή προσωπική εμπειρία, άγνοια για το πού να απευθυνθούν, φόβος μήπως το παιδί «στιγματιστεί», ανησυχία για φάρμακα, ντροπή που δεν μπορούν να το λύσουν μόνοι τους, φόβος ότι θα βγουν οικογενειακά μυστικά, ή η πεποίθηση «ο ψυχολόγος είναι για τρελούς». Μερικές φορές λένε «θα το ξεπεράσει μόνο του». Αυτό μπορεί να ισχύει σε κάποιες περιπτώσεις, αλλά συχνά όχι.
Κάθε πρόβλημα είναι πιο εύκολα διαχειρίσιμο στην αρχή
Ένα παιδί με ήπιο άγχος μπορεί να μάθει τεχνικές για να το ξεπεράσει, ενώ οι χρόνιες αγχώδεις διαταραχές είναι πολύ πιο δύσκολες. Το ίδιο ισχύει για τις σχέσεις, τον φόβο για το σχολείο, τη χαμηλή αυτοεκτίμηση, την τελειοθηρία, τον αυτοτραυματισμό, τις διατροφικές διαταραχές. Μερικές φορές, ακόμα και μία μόνο συζήτηση με έναν ειδικό μπορεί να είναι πολύτιμη, απλώς και μόνο επειδή το παιδί ξέρει ότι υπάρχει κάπου να απευθυνθεί και κάποιος που θα το ακούσει σοβαρά.
Σκεφτείτε το απλά: όπως δεν αποφασίζετε μόνοι σας πότε το παιδί χρειάζεται εγχείρηση ή αν μια τερηδόνα πρέπει να σφραγιστεί, μην αποφασίζετε μόνοι σας και για την ψυχική του υγεία. Υποστηρίξτε το να μιλήσει με κάποιον άλλο, αν κάτι το βασανίζει και δεν θέλει να μιλήσει σε εσάς – ή αν μιλήσει και δεν ξέρετε πώς να το βοηθήσετε. Επιλέξτε προσεκτικά τον ειδικό, και αν δεν ταιριάξει, αλλάξτε τον. Μπορείτε πάντα να σταματήσετε τη συνεργασία. Δώστε στα παιδιά σας την ευκαιρία να αφήσουν κάπου το βάρος τους, αν το ζητήσουν. Πρόκειται για την ψυχική και σωματική τους υγεία – μερικές φορές και για τη ζωή τους.
Κι ένα τελευταίο
Οταν ο έφηβός σας πάει να μιλήσει με ψυχολόγο, δεν σημαίνει ότι αποτύχατε ως γονείς. Αντίθετα, δείχνετε ότι τον στηρίζετε όταν περνάει δύσκολα. Και αυτό είναι που μετράει. Άλλωστε, την ίδια δυνατότητα έχετε κι εσείς οι ίδιοι – μόνο που εσείς μπορείτε να αποφασίσετε για τον εαυτό σας χωρίς την άδεια κανενός.